Πέμπτη 3 Ιουνίου 2021

ΤΑ ΦΩΤΑ ΕΙΝΑΙ ΣΚΕΠΑΣΜΕΝΑ ΜΕ ΠΟΛΥΧΡΩΜΑ ΧΑΡΤΙΑ, ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΣΩΛΗΝΕΣ ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΣΦΑΙΡΑ:

 Εκείνη η γυναίκα τον πηγαίνει σ’ ένα δωμάτιο και σφίγγεται πάνω του και τον παρασέρνει και ξαπλώνουν στο χαλί
Άγι μου Άγι μου και σφίγγεται πάνω του.
Οι μέτοχοι του θανάτου...
Το μάτι της πέφτει πάνω από το κεφάλι του στην άκρη του χαλιού.
Το χαλί το έχουν στερεωμένο πάνω στο γλιστερό πάτωμα με πινέζες.
Η γυναίκα ξεκαρφώνει την πινέζα βογκώντας πως τάχα κουράστηκε υπερβολικά απ’ αυτή την προσπάθεια και μιλάει σαν μωρό.
Μπήγει την πινέζα στην άκρη του χεριού του κι αυτός ουρλιάζει
κι η γυναίκα πατάει την πινέζα με δύναμη στραβώνοντας το στόμα
και την καρφώνει στο χέρι του και ξεφωνίζει με θρίαμβο και κακία.
Τώρα σ’ έκανα Άγι.
Την σπρώχνει κι αυτή γέρνει στο πλάι με νεκρό πρόσωπο ασάλευτα μάτια…

[Η ΓΟΝΑΤΙΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΑΝΟΙΞΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ, κι άλλα αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Η ΕΚΔΡΟΜΗ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ πρώτη έκδοση 1964]




Η ΓΟΝΑΤΙΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΑΝΟΙΞΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Η ΕΚΔΡΟΜΗ» 1964)

Ακούστηκαν που έτρεχαν να ανοίξουν φωνάζοντας ένα όνομα κι ένα κορίτσι άνοιξε την πόρτα κι όταν το είδε νόμιζα πως ήταν ο Άγις. Τα φώτα είναι σκεπασμένα με πολύχρωμα χαρτιά. Εκεί ήταν μια γυναίκα με μάσκα καθόταν στην πολυθρόνα και του λέει αν φορούσες μάσκα θα έλεγα πως είσαι ο Άγις. Το ένα του δάχτυλο είναι κιτρινισμένο από τον καπνό. Η γυναίκα βγάζει τη μάσκα και του την φοράει βάλτη και θα πω ήρθε ο Άγις κι εμένα ας με δουν. Κάθεται καταγής κι αγκαλιάζει το ένα του πόδι και του φιλά το γόνατο ο Άγις ο Άγις. Ακούστηκε θόρυβος στη σκάλα και χύνονται μια συντροφιά άντρες και γυναίκες. Γελάν και χορεύουν. Τον βλέπουν στην γωνιά και σταματάν κι ένας ρωτάει ο Άγις; ήρθε ο Άγις; και φαίνονται έτοιμοι να ξεσπάσουν σε πανδαιμόνιο χαράς κι η γονατιστή γυναίκα είπε με ευτυχία ο Άγις. Το κορίτσι που άνοιξε την πόρτα λέει ότι δεν είναι ο Άγις. Σωπαίνουν κι ένας λέει με πονηρό γέλιο ο Άγις είναι. Τρέχει να του βγάλει τη μάσκα. Εκείνη η γυναίκα αγρίεψε και τον σκεπάζει με το σώμα της αφήστε τον φωνάζει Το στήθος της μυρίζει ίδρω και ύφασμα καινούργιο. Οι άλλοι τους παρατούν και χορεύουν με κέφι. Ένας σταματά και φωνάζει ο Άγις κι όλοι σταματάν και τον κοιτάζουν και δείχνουν ανυπόμονο ενδιαφέρον. Λέει ο Άγις ο Άγις και διηγιέται μιαν ιστορία με τον Άγι κι όλοι γελάν και φωνάζουν ο Άγις. Χορεύουν πάλι κι ένας σταματά και λέει θυμηθείτε τότε με τον Άγι κι όλοι φωνάζουν ο Άγις. Τότε πυροβόλησε περπατούσε δίκανο και παίρνει Ντέσα δεν είμαι τα πουλιά σωλήνες αυτά είναι άσφαιρα. Άγι Άγι. Γελάν με αγάπη κι ένας φωνάζει ο Άγις τότε. Στην κάμαρα ξαπλωμένοι κι οι τρεις τον καλοπιάνει στην ντουλάπα κρέμασαν κρύφτηκε μα πώς χτυπά η πόρτα πήγαινε πηγαίνει στον άλλο φύγε γιατί πριν πηγαίνει στον άλλο μέχρι το μεσημέρι. Όλοι φωνάζουν ναι ο Άγις ο Άγις άργησε ο Άγις άργησε Άγι άργησες Άγι Άργι Άργι άργησες Άργι Άργι Άργι. Ένας λέει τότε ο Άγις αυλή κάπνιζε νύχτα ο καπνός ανάμεσα ανάβει καμπανάκι της συκιάς κι η γριά τρέχει ο Άγις κλειδώνει. Άγι. Άγι. Άγι.

 

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΓΙΣ…

Αυτός ρωτάει ποιος είναι ο Άγις; ρώτησε πολλές φορές όμως ο διπλανός του πρόσεχε τι έλεγαν για τον Άγι και δεν τον άκουγε κι ύστερα μόλις γυρνώντας του απαντά νευριασμένος ο Άγις ο Άγις γιατί βιαζόταν να βρει ευκαιρία να μιλήσει κι αυτός για τον Άγι κι είχε αρχίσει κιόλας όμως τον πρόφτασε κάποιος άλλος με πιο δυνατή φωνή. Εκείνη η γυναίκα τον πηγαίνει σ’ ένα δωμάτιο και σφίγγεται πάνω του και τον παρασέρνει και ξαπλώνουν στο χαλί Άγι μου Άγι μου και σφίγγεται πάνω του. Οι μέτοχοι του θανάτου. Η γυναίκα βλέπει το χέρι του κι αποτραβιέται και λέει σκεφτική σα να μιλάει στον εαυτό της δείχνει με το δάχτυλο πάνω στο χέρι του λέει το μικρό στρογγυλό σημαδάκι. Σα να μην καταλαβαίνει και ψάχνει και στο άλλο χέρι και λέει όχι όχι σ’ αυτό το χέρι και ξαναπιάνει εκείνο το χέρι του το θυμάται από κάψιμο. Το μάτι της πέφτει πάνω από το κεφάλι του στην άκρη του χαλιού. Το χαλί το έχουν στερεωμένο πάνω στο γλιστερό πάτωμα με πινέζες. Η γυναίκα ξεκαρφώνει την πινέζα βογκώντας πως τάχα κουράστηκε υπερβολικά απ’ αυτή την προσπάθεια και μιλάει σαν μωρό. Μπήγει την πινέζα στην άκρη του χεριού του κι αυτός ουρλιάζει κι η γυναίκα πατάει την πινέζα με δύναμη στραβώνοντας το στόμα και την καρφώνει στο χέρι του και ξεφωνίζει με θρίαμβο και κακία. Τώρα σ’ έκανα Άγι. Την σπρώχνει κι αυτή γέρνει στο πλάι με νεκρό πρόσωπο ασάλευτα μάτια. Βγαίνει έξω κι όλοι φωνάζουν Άγι Άγι βγαίνει στο δρόμο. Οι σκιές τους προβάλλουν στο κλειστό παράθυρο κι οι κορφές των κεφαλιών τους ανεβοκατεβαίνουν μεγαλώνοντας. Βγαίνει στο δρόμο. Είναι ακόμα μακριά. Κάθεται καταγής. Ξεκινάν για να έρθουν να τον βρουν ξεκινάν κι αργούν και δεν τους αφήνει από τα μάτια του. Πέρασαν οι ώρες κι ο ήλιος βγήκε και μαζεύτηκε γύρω του κόσμος που τους παρακολουθεί που έρχονται και δεν θέλουν να χάσουν τη στιγμή της συνάντησης σαν θέαμα συνηθισμένο αλλά ενδιαφέρον πάντα. Τα πρωινά έχουν πάντα από πρωινό συναγερμό της κατοχής κι από σχολική εκδρομή κι όταν ήταν στο στρατό τα γυμνάσια το πρωί. Ο καθαρός ουρανός κι ο ήλιος το δροσερό αεράκι. Ήρθαν και τον τριγυρνάν κι έκρυψαν τον ουρανό και τους ανθρώπους κι ένας που κρύβεται από πίσω τους και δεν μπορεί να τον διακρίνει και μόνο το παπούτσι του φαίνεται ή ο αγκώνας του ή ένα μέρος απ’ τα μαλλιά του. Του λεν σας ψάχνουμε όλη νύχτα θα ’ρθουμε στην εκδρομή. Τους λέει κοιτάξτε και δείχνει δείτε τι μου ’καναν δείτε και δείχνει. Ναι λεν αυτοί και δεν σκύβουν μόνο λένε ναι. Η δυσκολία ήταν να βρεθούν οι αντικαταστάτες μας όμως είναι ζήτημα ωρών. Δείτε δείτε ξαναλέει και δείχνει. Ναι λεν αυτοί και πλησιάζουν που τα γόνατά τους ακουμπούν στην πλάτη τους στους ώμους του ναι. Από πάνω του τα κεφάλια τους ενώθηκαν σαν σκοτεινός τρούλος εκκλησίας.

[αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Η ΕΚΔΡΟΜΗ, πρώτη έκδοση 1964]

 

 

ΚΡΥΦΤΟ (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Η ΕΚΔΡΟΜΗ» 1964)

Φεύγουν και κρύβονται και μόλις γυρίσει το κεφάλι εξαφανίζονται νυχοπατώντας και φανερώνονται έξαφνα με θόρυβο και γελώντας. Σήκωσε τα μάτια και τους πρόλαβε που είχαν σηκωθεί σιγά-σιγά κι έχουν παραταχθεί στον τοίχο έτοιμοι να φύγουν τον κοιτάζουν λοξά κι η νοσοκόμα είχε κιόλας προχωρήσει μακρύτερα απ’ τους άλλους. Πάτησαν τα γέλια που τους έπιασε και κάθισαν με χειρονομίες κωμικής απελπισίας. Τους βρίσκω φυσικό τους λέει κι όχι αυτό δεν το λέω με πικρή συγκατάβαση φυσικό κι ο οίκτος δίνει το δικαίωμα της κακίας κι η αναγκαστική. Από εσωτερικό λόγο αναγκαστική και η άλλη βέβαια αλλά κυρίως αυτή η αναγκαστική συμβίωση γεννάει μιαν επιθυμία τυραννίας σας καταλαβαίνω κι ύστερα μετανιώνουμε. Είναι ανθρώπινο κι ένας γνωστός μου καλότατος άνθρωπος φιλοξενούσε μια μακρινή συγγενή του. Μια γριά με σπασμένη τη σπονδυλική στήλη και διπλωμένη στα δυο φτωχιά κι έρημη και την είχε φέρει από την Χαλκίδα κι είχε κάνει όλα τα έξοδα και την τάιζε κι εκείνη τον προσκυνούσε ευεργέτη της. Αυτή η γριά σακάτισσα ήταν πολύ θρήσκα κι όλο προσευχόταν από κείνες τις παλιές γυναίκες της προσφυγιάς κι εκείνος της πετούσε τσουχτερά λόγια για την πίστη της κι έβριζε το θεό κι όχι πως δεν πίστευε ο ίδιος κι ήταν αδιάφορος σ’ αυτό το ζήτημα όπως ο περισσότερος κόσμος κι ούτε για διασκέδαση. Από γνήσια κακία παρόλο που ήταν ο ευεργέτης της χωρίς να είναι υποχρεωμένος και καλοπροαίρετος και κάθε φορά που ερχόταν απέξω της φιλούσε το χέρι και το έκαμνε ειλικρινά γιατί αυτό το χειροφίλημα την ευχαριστούσε και την συγκινούσε. Και γινόταν πυρ και μανία που η γριά δεν μιλούσε και η κακόμοιρα θύμωνε και σάστιζε και δεν της πήγαινε να αντιμιλήσει από ευγνωμοσύνη. Μια φορά η γριά δεν κρατήθηκε και του φώναξε με αγανάκτηση αφού το λέει το ευαγγέλιο κι αμέσως ντράπηκε και βγήκε στο μπαλκόνι με το αίμα στο κεφάλι. Συγχυσμένη και μετανιωμένη κι έκαμνε αέρα μ’ ένα περιοδικό αλλά κι εκείνος θύμωσε κι εκείνη τη στιγμή που του μίλησε έτσι του ήρθε να την διώξει. Γύρισε και λέει στον παπά χαίρομαι που είστε μαζί μας είπε αυθόρμητα χαίρομαι. Ο παπάς λέει μα εσείς δεν πιστεύετε. Να απαντάει όμως η πίστη είναι σαν τη ζεστασιά και ζεσταίνει κι εκείνους που είναι κοντά της και χαίρομαι που είστε κι εσείς. Ο εργολάβος λέει και τότε θα πρέπει όλες οι πίστεις να σας ζεσταίνουν κι αν δεν ήταν ο πάτερ κι ήταν ας πούμε ένας φανατικός κομμουνιστής ή ό,τι άλλο με πίστη. Ναι απαντάει θα ήταν το ίδιο κι ακριβώς το ίδιο. Δείτε λέει η νοσοκόμα με θαυμασμό και δείχνει πίσω του και οι άλλοι τεντώνουν τους λαιμούς τους να διακρίνουν και κρατούσαν το γέλιο τους και γύρισε κι αυτός το κεφάλι αν και κατάλαβε πως κι αυτοί το ’ξεραν πως είχε καταλάβει. Σηκώθηκαν με θόρυβο κι ήταν σίγουροι πως δεν θα γυρίσει το κεφάλι του πριν φύγουν. Περίμενε μέχρι που έπαψαν ν’ ακούγονται και γύρισε. Μέχρι τα εκατό φώναξε η νοσοκόμα από τον άλλο δρόμο. Σηκώθηκε με κούραση και ξεκινά να τους βρει. Στρίβει την γωνία και βλέπει πως το δρόμο τον έφραζε ένα ακίνητο πλήθος δεν μπορεί να κάνει βήμα κι από τα παράθυρα και πάνω στις στέγες κόσμος πολύς ακίνητος και βουβός.

 

ΒΡΕΘΗΚΕ ΧΩΜΕΝΟΣ Σ’ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΘΑΛΑΣΣΑ…

Μακριά είδε υψωμένο το χέρι της νοσοκόμας που τον καλούσε. Σπρώχνει να φτάσει εκεί και το πρόσωπό του στραμμένο στον ουρανό για ν’ αναπνέει και μόλις το κατέβαζε τον έπνιγε η ζεστή μπόχα των σφιγμένων κορμιών. Πολεμά να προχωρήσει με το πρόσωπο ψηλά σαν μέσα σε λάσπη. Θα γινόταν μια δημόσια εκτέλεση. Ο καταδικασμένος δεν είχε τίποτε που να ξεχωρίζει και φορούσε ένα κουστούμι παλιάς μόδας που φαίνεται ήταν το επίσημό του. Φορούσε ένα σακάκι με στενούς ώμους σταυρωτό και με κουμπωμένα και τα δυο κουμπιά και κάτω ήταν φαρδύ και μακρύ μέχρι τη μέση των μηρών. Είχε άσπρο πουκάμισο με μεγάλο γιακά με τσαλακωμένες μύτες και γραβάτα με χοντρό κόμπο. Φαινόταν πως είχε περισσότερη αμηχανία που ήταν το επίκεντρο της γενικής προσοχής παρά φόβος που θα τον εκτελούσαν. Του ήρθε λιποθυμία κι αγωνίστηκε με απόγνωση να φύγει αποκεί κι έχωνε τα πόδια του ανάμεσα στα σκέλη των ανθρώπων σαν μέσα σε σχισμές βράχων και δεν πατούσε πια στο έδαφος κι ένα βάρος κάθισε στους ώμους του και γύρω από την ρίζα του λαιμού. Το κεφάλι του χώρισε από το σώμα και στο τέλος δεν έμενε από την ύπαρξή του παρά μια θολή όραση και το βούισμα. Κάποιοι τον σήκωσαν ψηλά κι αιωρήθηκε πάνω από το πλήθος ανάμεσα στους τοίχους. Συνήλθε γερμένος στο κατώφλι μιας πόρτας κι από πάνω του σκύβαν δυο άνθρωποι. Ο ένας κρατάει ένα ποτήρι νερό και λέει από την πολυκοσμία. Ύπουλοι βηματισμοί και κατάλαβε πως εδώ κρύβονταν. Ένας διακεκομμένος τραγουδιστός ψίθυρος έβγαινε από τις μυρωμένες κι ομιχλώδεις κώχες του ναού. Φανερώνεται η νοσοκόμα και τρέχει καταπάνω του σπασμένη στα δυο και του φωνάζει μπούου και χάνεται καμπούρα μέσα σ’ ένα σκοτάδι κι ενθουσιασμένη από το παιχνίδι. Έρχεται ο παπάς χωρίς κάλυμμα κεφαλής με λυτά μαλλιά για να δείξει ίσως πως βρίσκονταν σε οικείο τόπο. Αυτός δεν του μιλάει για να δείξει επιτίμηση και προχωρεί να περιεργαστεί τα ξυλόγλυπτα και τις εικόνες που ήταν απαθείς σαν φωτογραφίες. Ο παπάς δέχεται τη σιωπή του και τον ακολουθούσε αργά και σα να περίμενε ευκαιρία να του μιλήσει κι όταν έβλεπε πως σταματούσε και κοίταζε κάτι πήγαινε και του έδειχνε χωρίς να μιλά του επεσήμαινε μια λεπτομέρεια να την προσέξει γιατί έχει μεγαλύτερη τέχνη ή κρύβει έναν γνωστό συμβολισμό.

[αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Η ΕΚΔΡΟΜΗ, πρώτη έκδοση 1964]

 

Η ΠΙΣΤΗ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΝΣΙΚΤΟ ΜΟΥ ΚΙ Η ΖΩΗ ΜΟΥ (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Η ΕΚΔΡΟΜΗ 1964)

Πριν λέει ο παπάς είπατε για την πίστη μου. Η πίστη μου είναι το ένστικτό μου κι η ζωή μου. Όμως μου έρχονται μερικές σκέψεις κι ακριβώς μου έρχονται. Μην φανταστείτε πως η διάνοια μου αντιμάχεται το ένστικτό μου και δεν υπάρχει καμιά διανοητική επιφύλαξη και σας βεβαιώνω η πίστη μου είναι γερή και δεν φοβάται κανέναν και την λογική κι έρχονται μερικές σκέψεις ολωσδιόλου ανεξάρτητες και στιγμιαία όνειρα του λογικού κι αυτό δείχνει ελευθερία κι η ελευθερία πάλι αποδείχνει την πίστη μου και δεν έχει η πίστη καμιά σχέση μ’ αυτές τις σκέψεις και δεν την μειώνουν ούτε κατ’ ελάχιστο κι άλλωστε δείχνουν άγνοια της στοιχειώδους χριστιανικής δογματικής ανεπίτρεπτη σε μένα. Λες και τις κάνει ένας άλλος κι έρχεται και μου τις λέει. Μου τις λέει με την βεβαιότητα πως σκέφτηκε κάτι σημαντικό και ταραγμένος από την εμπνευσμένη αποκάλυψη. Όμως εγώ τις ακούω αδιάφορα και το πολύ να εκτιμήσω κάποιαν ασυνήθιστη παρουσίαση και φαντασία. Αυτό που σας είπα για την ταραχή του φανταστικού συνομιλητή έχει τη σημασία του γιατί δεν θέλω να τις αδικήσω αυτές τις σκέψεις και είναι δικαιολογημένο που οι διάφορες ιδέες στηρίζουν την αξία τους στη σημασία που δίνουν σ’ αυτές αυτοί που τις κάνουν κι εκείνοι που τις δέχονται κι όχι στη σχέση τους με την αλήθεια κι οι ιδέες είναι τα όπλα μας εναντίον της αλήθειας. Με αυτόν τον πρόλογο θα σας άναψε η περιέργεια κι ας παραδεχτώ πως επίτηδες τον πρόσταξα για να σας παρουσιάσω σαν σπουδαία πράγματα ασήμαντα σταματήστε. Φώναξε ξαφνικά ο παπάς στο τρίξιμο των στασιδιών και στο σύρσιμο των ποδιών κι ύστερα προχώρησε προς το κέντρο και φώναξε πιο ήρεμα σταματήστε μια στιγμή και κοιτάζει γύρω να δει κανέναν κι ύστερα γυρνά σ’ αυτόν. είναι η ίδια φωνάζει αυτός η ίδια ιστορία με τη γριά κι η πράξη σας γίνεται διαβολική αφού ξέρετε πως δεν πιστεύω. Ακούγεται από ψηλά μια γλυκερή φωνή καλώς ήρθατε σας πονάει η πλάτη σας; Είναι η ίδια φωνάζει αυτός στον παπά θα σας καταγγείλω στην Αρχιεπισκοπή. Παρουσιάζεται ο γιατρός

 

 

Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΕΒΛΕΠΕ ΤΑ ΓΥΜΝΑ ΠΟΔΙΑ ΚΙ ΕΝΙΩΘΕ ΤΟ ΣΚΟΠΟ Ν’ ΑΓΙΑΖΕΙ ΤΑ ΜΕΣΑ  

Ο γιατρός παρουσιάζεται με μια λαμπρότητα    Ο γιατρός στην ακρογιαλιά έβγαλε τα παπούτσια και ξυπόλητος τα πόδια του μισοχωμένα στην άμμο.  Έβλεπε τα γυμνά πόδια κι ένιωσε ένα ερωτικό αίσθημα.  Αρκετά διατάζει ο γιατρός κι έδειχναν δυσαρεστημένοι από την απειλή του κι αυτός λέει προκλητικά.

Η γριά από την Χαλκίδα έτρεχε λέει η νοσοκόμα η γριούλα έτρεχε και μας άνοιγε την πόρτα και χαμογελούσε με το βαθουλωμένο της στόμα κι είχε μια κόρη σαράντα χρονών που έκαμνε μαθήματα στα παιδιά του γυμνασίου κι αγάπησε έναν όμορφο μαθητή κι έφυγε και χάθηκε.

Θα σας καταγγείλω στην Αρχιεπισκοπή λέει αυτός με απελπισία. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε από την Χαλκίδα λέει η νοσοκόμα σε τόνο κατευναστικής υπενθύμισης.  Ακούστηκε μια βροντή και οι άγιοι των τοίχων βόγκησαν κι άσπρες φλόγες έκαψαν το χρυσό τέμπλο.  Ένας σίφουνας μπαίνει από την πόρτα και ξεφύλλισε με πάταγο τα μεγάλα βιβλία των αναλογίων κι ανατάραξε με ορμή τα κρυστάλλινα κρόσσια των πολυελαίων.  Ακούστηκε η βροχή.   Πανανθρωπισμός πανανθρωπισμός φωνάζει η νοσοκόμα σα ν’ ανάγγελνε μ’ αυτή τη λέξη τη βροχή.    Ο εργολάβος λέει δυνατά με λεν Ιουλιανό και είμαι αυτοκράτορας.    Ο γιατρός λέει θα σας πούμε για τον Ιουλιανό κι είναι μάλλον ένα τελικό στιγμιότυπο χαρακτηριστικό κι όχι σωστή ιστορία.   Μια φάρσα θρησκευτική και περιληπτικά.   Θέατρο - θέατρο φωνάζει η νοσοκόμα. Όλοι ξέρουμε λέει ο γιατρός ποιος είναι ο Ιουλιανός…

[αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Η ΕΚΔΡΟΜΗ, πρώτη έκδοση 1964]

 

 

Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ και ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΑΤΡΟΚΡΑΤΟΡΑΣ (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Η ΕΚΔΡΟΜΗ 1964)

Αρχίζουμε από το στήσιμο ενός ειδώλου που θα είναι το σύμβολο της αναστημένης θρησκείας κι οι ίδιοι οι θεοί.  Από πέτρα Ολύμπου ή μάρμαρο αρχαίου κρυφού σηκού να είναι πραγματικά ιερό σύμβολο και καθαγιασμένο γιατί αυτό το είδωλο θα παίξει μεγάλο ρόλο σ’ αυτή την ιστορία καθώς θα δείτε βασικό κι ας παριστάνει ό,τι  ναναι ζώο ή κεραυνό. Γίνεται μια τελετή στο παλάτι με πολλή αρχαιοπρέπεια και το είδωλο στήνεται. Ακολουθούν οι πρέπουσες εκδηλώσεις λατρείας. Στο μεταξύ ο Ιουλιανός έχει στείλει την αντιπροσωπεία στον Απόλλωνα. Φεύγει και πάει να κοιμηθεί όμως σε λίγες ώρες και πριν ακόμα ξημερώσει. Εμπρός φωνάζει ο γιατρός. Πετάγεται ο εργολάβος κι είναι μισόγδυτος για να δείξει πως κοιμόταν. Αχ φωνάζει ο νεκροθάφτης και χτυπιέται σαν τραγωδός. Μια γελοία χοντροκοπιά και κυλιέται στα σκαλοπάτια προσέχοντας μη χτυπήσει και λέει. Ένα φοβερό όνειρο πως πολεμούσα στα βάθη της Ασίας.  Έρχεται μια σαϊτιά εδώ στο στήθος και μου ανοίγει μεγάλη πληγή. Πέφτω στο γόνα κι αγκομαχώ και χώνω το χέρι στην πληγή. Σα να χώνω το χέρι μου σε μια τρύπα γκρεμισμένου τοίχου. Τα δάχτυλά μου πιάνουν κρύους σβώλους από υγρό μαύρο χώμα και χνουδωτές μαλακές κοιλιές φαρμακερών εντόμων. Και πως έβγαζα από την πληγή το παγωμένο αίμα χοντρό χώμα και σκορπιοί και τα πετούσα προς τον ουρανό και φώναζα με νίκησες Χριστέ χόρτασε Ναζωραίε. Οι πολεμιστές φεύγουν και μένω εγώ με το χέρι στην τρύπα να μου το βυζαίνουν τα σιχαμερά ζωύφια κι η τρύπα έκλεινε και μου φυλάκισε το χέρι. Δεν μπορώ πια να το βγάλω κι άρχισαν να μου τον τρων τα μικροσκοπικά τέρατα της πληγής κι όλος μου ο θάνατος είναι μαζεμένος σ’ εκείνο το χέρι.

 

ΧΑΜΑΙ ΠΕΣΕ ΔΑΙΔΑΛΟΣ ΑΥΛΑ

Ο θάματος στο χέρι λέει ο γιατρός κι έρχεται και το δεύτερο χτύπημα κι εκείνη τη στιγμή καταφτάνει η ιστορική απάντηση της Πυθίας. Η Νοσοκόμα απαγγέλλει χοντραίνοντας τη φωνή της χαμαί πεσε δαίδαλος αυλά. Ο νεκροθάφτης βγάζει άγριες φωνές και λέει τώρα θα κάνω επίκληση και θα προκαλέσω τους θεούς θα σας φωνάξω τρεις φορές και στην Τρίτη φορά αξιώνω να φανερωθείτε με κάποιο τρόπο κι είναι η τελευταία σας ευκαιρία. Ο γιατρός λέει υπάρχει σ’ αυτό το σημείο υπάρχει έξοχη δραματικότητα κι ας φαίνεται παιδαριώδης μαγγανεία κι ίσα-ίσα γι’ αυτό, Ο νεκροθάφτης αρχίζει την επίκληση και πάνω στην Τρίτη φορά. Ακούστηκε μια βροντή κι οι άγιοι των τοίχων βόγκησαν κι άσπρες φλόγες έκαψαν το χρυσό τέμπλο. Ένας σίφουνας μπαίνει από την πόρτα και ξεφύλλισε με πάταγο τα μεγάλα βιβλία των αναλογίων κι ανατάραξε με ορμή τα κρυστάλλινα κρόσσια των πολυελαίων. Ακούστηκε η βροχή. Όλοι πέτρωσαν. Περνάν λίγα λεπτά κι ο γιατρός φωνάζει στην ώρα στην ώρα εγώ είμαι ο Ιουλιανός. Όμως αυτό λέει ο Ιουλιανός αυτό δεν είναι θεός είναι η σύμπτωση. Τώρα ξέρω και κατανοώ το νόμο και τη μοίρα του κόσμου. Τώρα ξέρω και κατανοώ το νόμο και τη μοίρα του κόσμου. Αφού είπε αυτά ο γιατρός έτρεξε κι έκλεισε την πόρτα και γυρνάει βρεγμένος και λέει να συνεχίσουμε σηκωθείτε διατάζει το νεκροθάφτη που είναι αποσβολωμένος καθώς και οι άλλοι. Θα σπάσετε τώρα με περιφρόνηση το είδωλο. Ο νεκροθάφτης κλωτσάει ένα καροτσάκι που πέφτει με κρότο κι ο γιατρός λέει οι άνθρωποι που μαζεύτηκαν φεύγουν όλοι κι αφήνουν μονάχο τώρα το βασιλιά κι ακούγονται από μακριά οι καμπάνες.

[αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Η ΕΚΔΡΟΜΗ, πρώτη έκδοση 1964]

 

ΕΙΝΑΙ ΠΑΣΧΑ ΚΑΙ ΣΕ ΛΙΓΟ ΘΑ ’ΡΘΕΙ Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΙ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΙΕΡΑΤΕΙΟ (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Η ΕΚΔΡΟΜΗ 1964)

Ο Ιουλιανός παραγγέλνει και του φέρνουν ένα σεντούκι όμοιο με φέρετρο και μαζεύει και βάζει μέσα τα θρύψαλα του ειδώλου και το κλειδώνει και παίρνει πόζα θρηνητική. Ο Πατριάρχης! φωνάζει η νοσοκόμα και δείχνει τον παπά που προβάλλει βαστώντας ένα μεγάλο σταυρό κι αυτός που είναι ο θεατής λέει στο γιατρό θα μπορούσατε να παραλείψετε την παράσταση και τους ηθοποιούς αφού τίποτε δεν προσθέτουν και γελοιοποιούν κι από την αρχή να μου το διηγιόσασταν κι όχι εδώ να παραλείπατε αυτόν τον περιττό κι ανυπόφορο θεατρινισμό και μάλιστα εδώ μέσα κι όλη την ώρα που τους έβλεπε να φωνάζουν τον κατείχε μεγάλη αγωνία μήπως έρθει κανένας και τους δει αν και η παρουσία του παπά τον καθησύχαζε αλλά και πάλι αγωνιούσε μην έρθουν.  Υπάρχει κάποιος σκοπός λέει ο γιατρός. Ο αυτοκράτορας λέει στον πατριάρχη πως κλαίει ένα φίλο παλιό αγαπημένο που το κουφάρι του κείτεται σε τούτο το σεντούκι. Πέθανε σε ξένη χώρα και του τον έφεραν κατά την τελευταία του θέληση κι αναθυμάται τη φιλία τους και τα χαρίσματα του φίλου. Που ήταν χριστιανός φωνάζει στον πατριάρχη αλλά τι έχει να κάνει κι από τις δυο φιλίες που η μια έχει κοινό αίσθημα κι η άλλη κοινή πίστη προτιμώ και ξεχωρίζω την πρώτη. Καθήκον μου είναι θαρρώ να σας τον παραδώσω και να του κάνετε την αρμόζουσα ταφή και με νιώθετε με πόσο κόπο το αποφάσισα κι όμως αυτό είναι το χρέος μου κι ο σεβασμός στον φίλο και σας τον εμπιστεύομαι. Μια ταφή σ’ ένα χριστιανό και σ’ έναν αδελφό του βασιλιά σας  ζητώ  φωνάζει ο Ιουλιανός κι ο θρήνος του είναι ειλικρινής γιατί είναι το ίδιο να κλαις έναν πεθαμένο φίλο κι έναν πεθαμένο θεό.

 

Ο ΣΚΟΠΟΣ ΑΓΙΑΖΕΙ ΤΑ ΜΕΣΑ

Ο Ιουλιανός μιλάει και για κάποια συγκίνηση άλλη και γέννησε κάποιου καινούριοι αισθήματος κι έτσι μιλάει με καταχθόνια απροσδιοριστία για μιαν στροφή βαθιά του. Αξιώνει να του γίνει η χάρη κι αξιώνει χωρίς παρακάλια και με σοφό υπαινιγμό πως πολλά οφέλη θα έχει να δει η εκκλησία τους και νυγμοί εκβιαστικοί κι αφελείς πολλά οφέλη. Με κατεργαριά και τέχνη ερεθίζει τον πατριάρχη. Ο πατριάρχης δυσανασχετεί πώς είναι δυνατόν άνθρωπος άγνωστος και ποιος ξέρει πώς πέθανε κι ίσως αμετάληπτος των αχράντων. Ο πατριάρχης αρχίζει να σκέφτεται κι αν ακόμα είναι άπρεπο τι σημασία έχει μια ελαφρή ασέβεια και παρατυπία κι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ο βασιλιάς συστήνει μη ξεσκεπάσετε τον νεκρό. Πέθανε από αρρώστια φριχτή κι έχει γεμίσει το κορμί του φτερωτά ζούδια που θα πετάξουν και θα μολύνουν τη χώρα και μην υποψιάζεστε πως είναι από θεόθεν αρρώστιες κι είναι συνηθισμένη σ’ εκείνη τη ξένη χώρα ένα είδος λέπρα. Ο Ιουλιανός φτάνει σ’ ένα σημείο που χωρίς να τον έχει εγκαταλείψει η αγερωχία και ίσα-ίσα αυτή μεγαλώνει όσο μιλάει και δίνει στον άλλο να νιώσει πως την επόμενη στιγμή θα πέσει στα πόδια του να τον παρακαλέσει να του θάψουν τον φίλο κι ο πατριάρχης αναστατωμένος μπροστά στην επερχόμενη αυτή συνταρακτική ταπείνωση και βιαστικά και απερίσκεπτα κατεβάζει κι ακουμπά τον σταυρό πάνω στην κάσα.

[αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Η ΕΚΔΡΟΜΗ, πρώτη έκδοση 1964]

 

ΔΥΟ ΘΕΟΙ ΑΝΤΙΜΑΧΟΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΠΑΝ ΑΓΚΑΛΙΑΣΤΑ ΚΙ ΑΝΥΠΟΠΤΟΙ ΣΤΗ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΤΟΥΣ (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Η ΕΚΔΡΟΜΗ 1964)

Ιεροσυλία φωνάζουν η νοσοκόμα κι ο νεκροθάφτης και κρύβουν το πρόσωπο κι αποτραβιούνται. Η πομπή λέει ο γιατρός η κηδεία ξεκινάει με ψαλμούς. Ο παπάς λέει εγώ θα έλεγα πως ο πατριάρχης ξέρει τι έχει μέσα η κάσα και πάλι δέχεται. Μα τότε λέει ο γιατρός η φάρσα είναι αποτυχημένη και η φάρσα ενδιαφέρει. Και πάλι υπάρχει φάρσα λέει ο παπάς  και μάλιστα διπλή κι αντίστροφη. Όχι λέει ο γιατρός αν ο πατριάρχης ξέρει τότε αυτή η σκηνή παίρνει διαφορετικό νόημα κι ένας θα έλεγε πως στη συναίνεση του πατριάρχη που ξέρει υπάρχει ένας θριαμβευτικός συμβολισμός κι αδικούμε τον Ιουλιανό. Φέρτε στο νου σας τη στιγμή  και την έντεχνη κοροϊδία που κάνει ο Ιουλιανός.  Δυο θεοί αντιμαχόμενοι και παν αγκαλιαστά κι ανύποπτοι στη συμφιλίωσή τους. Συνεχίζουμε φωνάζει ο γιατρός σηκώστε τους νεκρούς. Οι άλλοι σήκωσαν το κηροστάσι κι ο παπάς προχωρεί μπροστά. Βγαίνουν έξω κι αυτός τους ακολουθεί αναγκαστικά και σταματούν στον περίγυρο κι η βροχή τους μούσκεψε ας τελειώσει αυτή η ιστορία τους λέει. Να σταθούμε εδώ κάτω από το δένδρο λέει ο γιατρός βρέχει πολύ. Ας φύγουμε τους παρακαλεί κι ο νεκροθάφτης και βρίσκει ένα ξύλο και σκάβει έναν μακρύ και ρηχό λάκκο κι ο παπάς ψάλλει κι οι άλλοι στέκονται προσοχή με κατεβασμένο κεφάλι κι ακούν με κατάνυξη. Παίρνουν το κηροστάσι και το ξαπλώνουν στο λάκκο κι ο παπάς ψάλλει με δυνατή φωνή. Αυτό είναι η σωστή κηδεία φωνάζει αυτός καταλαβαίνοντας ξαφνικά. Σκύβουν και τα μυτερά τους πρόσωπα χάνονται. Ρίχνουν χούφτες χώμα. Αυτός είναι ο κάποιος σκοπός σκέφτεται και σ’ αυτή τη μοχθηρή κηδεία απέβλεπαν και στην αναπαράσταση.

Παρασκευή, 4 Ιουνίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ